Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεπόντως
πρεπτός
πρεπώδης
πρέπω
πρέσβα
πρεσβεία
πρεσβεῖον
πρέσβειρα
πρέσβευμα
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβεύω
View word page
πρεπτός
πρεπτός πρεπτός, ή, όν distinguished, renowned, Aesch.

ShortDef

distinguished, renowned

Debugging

Headword:
πρεπτός
Headword (normalized):
πρεπτός
Headword (normalized/stripped):
πρεπτος
IDX:
27235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27267
Key:
prepto/s

Data

{'content': 'πρεπτός\n πρεπτός, ή, όν\n distinguished, renowned, Aesch.', 'key': 'prepto/s'}