Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεπόντως
πρεπτός
πρεπώδης
πρέπω
πρέσβα
πρεσβεία
View word page
πραϋντικός
πραϋντικός πρᾱϋντικός, ή, όν fit for appeasing, Arist. from πραΰνω

ShortDef

fit for appeasing

Debugging

Headword:
πραϋντικός
Headword (normalized):
πραϋντικός
Headword (normalized/stripped):
πραυντικος
IDX:
27229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27261
Key:
prauntiko/s

Data

{'content': 'πραϋντικός\n πρᾱϋντικός, ή, όν\n fit for appeasing, Arist.\n from πραΰνω', 'key': 'prauntiko/s'}