Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεπόντως
πρεπτός
πρεπώδης
πρέπω
πρέσβα
View word page
πράϋνσις
πράϋνσις πράϋνσις, εως, from πραΰνω a softening, appeasing, Arist.
ShortDef
softening, appeasing
Debugging
Headword:
πράϋνσις
Headword (normalized):
πράϋνσις
Headword (normalized/stripped):
πραυνσις
IDX:
27228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27260
Key:
pra/unsis
Data
{'content': 'πράϋνσις\n πράϋνσις, εως,\n from πραΰνω\n a softening, appeasing, Arist.', 'key': 'pra/unsis'}