Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
View word page
ἀνεξέταστος
ἀνεξέταστος ἐξετάζω not inquired into or examined, Dem. uninquiring, Plat.

ShortDef

not inquired into

Debugging

Headword:
ἀνεξέταστος
Headword (normalized):
ἀνεξέταστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξεταστος
IDX:
2725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2726
Key:
a)nece/tastos

Data

{'content': 'ἀνεξέταστος\n ἐξετάζω\n not inquired into or examined, Dem.\n uninquiring, Plat.', 'key': 'a)nece/tastos'}