Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρασόκουρον
πράσον
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεπόντως
πρεπτός
View word page
πραΰγελως
πραΰγελως softly-smiling, Anth.
ShortDef
softly-smiling
Debugging
Headword:
πραΰγελως
Headword (normalized):
πραΰγελως
Headword (normalized/stripped):
πραυγελως
IDX:
27225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27257
Key:
prau/gelws
Data
{'content': 'πραΰγελως\n softly-smiling, Anth.', 'key': 'prau/gelws'}