Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρᾶσις
πρασόκουρον
πράσον
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεπόντως
View word page
πρατός
πρατός πρᾱτός, ή, όν verb. adj. of πιπράσκω sold, Soph.
ShortDef
sold, for sale
Debugging
Headword:
πρατός
Headword (normalized):
πρατός
Headword (normalized/stripped):
πρατος
IDX:
27224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27256
Key:
prato/s
Data
{'content': 'πρατός\n πρᾱτός, ή, όν\n verb. adj. of πιπράσκω\n sold, Soph.', 'key': 'prato/s'}