Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πράσιμος
πρᾶσις
πρασόκουρον
πράσον
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋτένων
πρέμνοθεν
πρέμνον
View word page
πρᾶτος
πρᾶτος πρᾶτος, η, ον Doric for πρῶτος (contr. from πρόατος) Ar., Theocr. Sup. πράτιστος Theocr.
ShortDef
[Dor. > πρῶτος]
Debugging
Headword:
πρᾶτος
Headword (normalized):
πρᾶτος
Headword (normalized/stripped):
πρατος
IDX:
27223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27255
Key:
pra=tos
Data
{'content': 'πρᾶτος\n πρᾶτος, η, ον\n Doric for πρῶτος (contr. from πρόατος) Ar., Theocr.\n Sup. πράτιστος Theocr.', 'key': 'pra=tos'}