πρᾶτος
πρᾶτος
πρᾶτος, η, ον
Doric for πρῶτος (contr. from πρόατος) Ar., Theocr.
Sup. πράτιστος Theocr.
{
"content": "πρᾶτος\n πρᾶτος, η, ον\n Doric for πρῶτος (contr. from πρόατος) Ar., Theocr.\n Sup. πράτιστος Theocr.",
"key": "pra=tos"
}