Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πραότης
πραπίδες
πρασιά
πράσιμος
πρᾶσις
πρασόκουρον
πράσον
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντικός
πραΰνω
View word page
πρατέος
πρατέος verb. adj. of πιπράσκω, to be sold, for sale, Lat. venalis, Plat.
ShortDef
to be sold, for sale
Debugging
Headword:
πρατέος
Headword (normalized):
πρατέος
Headword (normalized/stripped):
πρατεος
IDX:
27220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27252
Key:
prate/os
Data
{'content': 'πρατέος\n verb. adj. of πιπράσκω,\n to be sold, for sale, Lat. venalis, Plat.', 'key': 'prate/os'}