Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
View word page
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέργαστος ἐξεργάζομαι unfinished, Luc.

ShortDef

unfinished

Debugging

Headword:
ἀνεξέργαστος
Headword (normalized):
ἀνεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξεργαστος
IDX:
2724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2725
Key:
a)nece/rgastos

Data

{'content': 'ἀνεξέργαστος\n ἐξεργάζομαι\n unfinished, Luc.', 'key': 'a)nece/rgastos'}