Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πρασιά
πράσιμος
πρᾶσις
πρασόκουρον
πράσον
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
πρατήρ
πρᾶτος
πρατός
πραΰγελως
View word page
πρασόκουρον
πρασόκουρον πρᾰσό-κουρον, ου, τό, κείρω a leek-slice, Anth.

ShortDef

a leek-slice

Debugging

Headword:
πρασόκουρον
Headword (normalized):
πρασόκουρον
Headword (normalized/stripped):
πρασοκουρον
IDX:
27215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27247
Key:
praso/kouron

Data

{'content': 'πρασόκουρον\n πρᾰσό-κουρον, ου, τό,\n κείρω\n a leek-slice, Anth.', 'key': 'praso/kouron'}