Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πρασιά
πράσιμος
πρᾶσις
πρασόκουρον
πράσον
Πρασσαῖος
Πρασσοφάγος
πράσσω
πρατέος
πρατήριον
View word page
πραπίδες
πραπίδες πρᾰπίδες, αἱ, poet. word, properly = φρένες, the midriff, diaphragm, Il.: then like φρένες, the wits, understanding, mind, heart, Il.:—sg. πραπίς, ίδος, Pind., Eur.

ShortDef

the midriff, diaphragm; understanding, mind

Debugging

Headword:
πραπίδες
Headword (normalized):
πραπίδες
Headword (normalized/stripped):
πραπιδες
IDX:
27211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27243
Key:
prapi/des

Data

{'content': 'πραπίδες\n πρᾰπίδες, αἱ,\n poet. word,\n properly = φρένες, the midriff, diaphragm, Il.: then\n like φρένες, the wits, understanding, mind, heart, Il.:—sg. πραπίς, ίδος, Pind., Eur.', 'key': 'prapi/des'}