Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πρασιά
πράσιμος
πρᾶσις
πρασόκουρον
πράσον
View word page
πραξικοπέω
πραξικοπέω πραξῐ-κοπέω, fut. -ήσω κόπτω to take by surprise or treachery, Polyb.:— to overreach, outwit, τινά Polyb.

ShortDef

to take by surprise

Debugging

Headword:
πραξικοπέω
Headword (normalized):
πραξικοπέω
Headword (normalized/stripped):
πραξικοπεω
IDX:
27206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27238
Key:
pracikope/w

Data

{'content': 'πραξικοπέω\n πραξῐ-κοπέω,\n fut. -ήσω\n κόπτω\n to take by surprise or treachery, Polyb.:— to overreach, outwit, τινά Polyb.', 'key': 'pracikope/w'}