Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
πρασιά
View word page
πρακτός
πρακτός πρακτός, ή, όν verb. adj. of πράσσω τὰ πρακτά things to be done, points of moral action, Arist.

ShortDef

things to be done, points of moral action

Debugging

Headword:
πρακτός
Headword (normalized):
πρακτός
Headword (normalized/stripped):
πρακτος
IDX:
27202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27234
Key:
prakto/s

Data

{'content': 'πρακτός\n πρακτός, ή, όν\n verb. adj. of πράσσω\n τὰ πρακτά things to be done, points of moral action, Arist.', 'key': 'prakto/s'}