Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
πραόνως
πρᾶος
πραότης
πραπίδες
View word page
πρακτικός
πρακτικός πρακτικός, ή, όν πράσσω fit for action, fit for business, business-like, practical, Xen., Plat.; αἱ πρ. ἀρχαί the principles of action, Arist. active, effective, Polyb.; πρ. παρά τινος carrying oneʼs point with another, Xen. c. gen. able to effect a thing, etc., Arist. of things, active, vigorous, Ar., Plat.

ShortDef

fit for action, fit for business, business-like, practical

Debugging

Headword:
πρακτικός
Headword (normalized):
πρακτικός
Headword (normalized/stripped):
πρακτικος
IDX:
27201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27233
Key:
praktiko/s

Data

{'content': 'πρακτικός\n πρακτικός, ή, όν\n πράσσω\n fit for action, fit for business, business-like, practical, Xen., Plat.; αἱ πρ. ἀρχαί the principles of action, Arist.\n active, effective, Polyb.; πρ. παρά τινος carrying oneʼs point with another, Xen.\n c. gen. able to effect a thing, etc., Arist.\n of things, active, vigorous, Ar., Plat.', 'key': 'praktiko/s'}