Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρᾶγμα
πραγματεία
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
πραόνως
πρᾶος
View word page
πρακτέος
πρακτέος πρακτέος, η, ον, verb. adj. of πράσσω to be done, Plat., etc. πρακτέον, one must do, Soph., Plat.

ShortDef

to be done

Debugging

Headword:
πρακτέος
Headword (normalized):
πρακτέος
Headword (normalized/stripped):
πρακτεος
IDX:
27199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27231
Key:
prakte/os

Data

{'content': 'πρακτέος\n πρακτέος, η, ον,\n verb. adj. of πράσσω\n to be done, Plat., etc.\n πρακτέον, one must do, Soph., Plat.', 'key': 'prakte/os'}