Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
View word page
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλειπτος ἐξαλείφω indelible, Isocr., Plut.

ShortDef

indelible

Debugging

Headword:
ἀνεξάλειπτος
Headword (normalized):
ἀνεξάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεξαλειπτος
IDX:
2722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2723
Key:
a)neca/leiptos

Data

{'content': 'ἀνεξάλειπτος\n ἐξαλείφω\n indelible, Isocr., Plut.', 'key': 'a)neca/leiptos'}