Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματεία
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
πρᾶξις
View word page
πρᾶγος
πρᾶγος πρᾶγος, ος, εος, τό, poetic for πρᾶγμα, Pind., Aesch., Soph., Ar. = πράγματα, state-affairs, Aesch.

ShortDef

= πρᾶγμα, matter; (Aesch.) state-affairs

Debugging

Headword:
πρᾶγος
Headword (normalized):
πρᾶγος
Headword (normalized/stripped):
πραγος
IDX:
27197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27229
Key:
pra=gos

Data

{'content': 'πρᾶγος\n πρᾶγος, ος, εος, τό,\n poetic for πρᾶγμα, Pind., Aesch., Soph., Ar.\n = πράγματα, state-affairs, Aesch.', 'key': 'pra=gos'}