πραγματώδης
πραγματώδης
πραγμᾰτ-ώδης, ες
εἶδος
laborious, troublesome: adv. -δως, comp. -έστερον Dem.
{
"content": "πραγματώδης\n πραγμᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n laborious, troublesome: adv. -δως, comp. -έστερον Dem.",
"key": "pragmatw/dhs"
}