Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποῦ
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματεία
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
πράν
πραξικοπέω
View word page
πραγματώδης
πραγματώδης πραγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος laborious, troublesome: adv. -δως, comp. -έστερον Dem.

ShortDef

laborious, troublesome

Debugging

Headword:
πραγματώδης
Headword (normalized):
πραγματώδης
Headword (normalized/stripped):
πραγματωδης
IDX:
27196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27228
Key:
pragmatw/dhs

Data

{'content': 'πραγματώδης\n πραγμᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n laborious, troublesome: adv. -δως, comp. -έστερον Dem.', 'key': 'pragmatw/dhs'}