Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πουλυβότειρα
που
ποῦ
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματεία
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
πράκτωρ
Πράμνειος
View word page
πραγμάτιον
πραγμάτιον πραγμάτιον, ου, τό, Dim. of πρᾶγμα a trifling matter, petty lawsuit, Ar.

ShortDef

a trifling matter, petty lawsuit

Debugging

Headword:
πραγμάτιον
Headword (normalized):
πραγμάτιον
Headword (normalized/stripped):
πραγματιον
IDX:
27194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27226
Key:
pragma/tion

Data

{'content': 'πραγμάτιον\n πραγμάτιον, ου, τό,\n Dim. of πρᾶγμα\n a trifling matter, petty lawsuit, Ar.', 'key': 'pragma/tion'}