Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποτός
πότος
πουλυβότειρα
που
ποῦ
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματεία
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματώδης
πρᾶγος
πραιτώριον
πρακτέος
πρακτήρ
πρακτικός
πρακτός
View word page
πραγματευτέος
πραγματευτέος from πραγμᾰτεύομαι πραγματευτέος, η, ον, verb. adj. to be laboured at, Arist.

ShortDef

to be laboured at

Debugging

Headword:
πραγματευτέος
Headword (normalized):
πραγματευτέος
Headword (normalized/stripped):
πραγματευτεος
IDX:
27192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27224
Key:
pragmateute/os

Data

{'content': 'πραγματευτέος\n from πραγμᾰτεύομαι\n πραγματευτέος, η, ον,\n verb. adj.\n to be laboured at, Arist.', 'key': 'pragmateute/os'}