Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
πότνια
ποτνιασμός
Ποτνιάς
ποτός
πότος
πουλυβότειρα
που
ποῦ
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματεία
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματικός
View word page
πότος
πότος πότος, ὁ, !πο, Root of some tenses of πίνω. drinking, a drinking-bout, carousal, Xen.; παρὰ πότον, Lat. inter pocula, Xen.; ἐν τοῖς πότοις Aeschin.

ShortDef

drinking, a drinking-bout, carousal

Debugging

Headword:
πότος
Headword (normalized):
πότος
Headword (normalized/stripped):
ποτος
IDX:
27183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27215
Key:
po/tos

Data

{'content': 'πότος\n πότος, ὁ,\n !πο, Root of some tenses of πίνω.\n drinking, a drinking-bout, carousal, Xen.; παρὰ πότον, Lat. inter pocula, Xen.; ἐν τοῖς πότοις Aeschin.', 'key': 'po/tos'}