Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
πότνια
ποτνιασμός
Ποτνιάς
ποτός
πότος
πουλυβότειρα
που
ποῦ
πούς
ποώδης
View word page
ποτνιάομαι
ποτνιάομαι from Ποτνιάς ποτνιάομαι, Dep. to cry or lament aloud, shriek, howl, Plut., Luc.
ShortDef
cry aloud ('πότνια')
Debugging
Headword:
ποτνιάομαι
Headword (normalized):
ποτνιάομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτνιαομαι
IDX:
27178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27210
Key:
potnia/omai
Data
{'content': 'ποτνιάομαι\n from Ποτνιάς\n ποτνιάομαι,\n Dep. to cry or lament aloud, shriek, howl, Plut., Luc.', 'key': 'potnia/omai'}