Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
View word page
ἀνένδεκτος
ἀνένδεκτος ἐνδέχομαι impossible, NTest.

ShortDef

impossible

Debugging

Headword:
ἀνένδεκτος
Headword (normalized):
ἀνένδεκτος
Headword (normalized/stripped):
ανενδεκτος
IDX:
2720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2721
Key:
a)ne/ndektos

Data

{'content': 'ἀνένδεκτος\n ἐνδέχομαι\n impossible, NTest.', 'key': 'a)ne/ndektos'}