Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
πότνια
ποτνιασμός
Ποτνιάς
ποτός
πότος
πουλυβότειρα
που
ποῦ
View word page
πότνα
πότνα πότνα, ης, ἡ, shorter form of πότνια πότνα θεά Od.; πότνα θεάων Hhymn.; πότνα θεῶν Eur.
ShortDef
mistress, queen
Debugging
Headword:
πότνα
Headword (normalized):
πότνα
Headword (normalized/stripped):
ποτνα
IDX:
27176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27208
Key:
po/tna
Data
{'content': 'πότνα\n πότνα, ης, ἡ,\n shorter form of πότνια\n πότνα θεά Od.; πότνα θεάων Hhymn.; πότνα θεῶν Eur.', 'key': 'po/tna'}