πότνα
πότνα
πότνα, ης, ἡ,
shorter form of πότνια
πότνα θεά Od.; πότνα θεάων Hhymn.; πότνα θεῶν Eur.
{
"content": "πότνα\n πότνα, ης, ἡ,\n shorter form of πότνια\n πότνα θεά Od.; πότνα θεάων Hhymn.; πότνα θεῶν Eur.",
"key": "po/tna"
}