Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
πότνια
ποτνιασμός
Ποτνιάς
ποτός
πότος
View word page
ποτιτρόπαιος
ποτιτρόπαιος ποτι-τρόπαιος, ον, Doric for προστροπαῖος, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτιτρόπαιος
Headword (normalized):
ποτιτρόπαιος
Headword (normalized/stripped):
ποτιτροπαιος
IDX:
27173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27205
Key:
potitro/paios
Data
{'content': 'ποτιτρόπαιος\n ποτι-τρόπαιος, ον,\n Doric for προστροπαῖος, Aesch.', 'key': 'potitro/paios'}