Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
πότνια
ποτνιασμός
Ποτνιάς
View word page
ποτιπτήσσω
ποτιπτήσσω ποτι-πτήσσω, Doric for προσπτήσσω, which is not in use to crouch or cower towards, c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Epic perf. part. fem. for προσπεπτηκυῖαι) verging towards it, so as to shut it in, Od.

ShortDef

to crouch

Debugging

Headword:
ποτιπτήσσω
Headword (normalized):
ποτιπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
ποτιπτησσω
IDX:
27171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27203
Key:
potipth/ssw

Data

{'content': 'ποτιπτήσσω\n ποτι-πτήσσω,\n Doric for προσπτήσσω, which is not in use\n to crouch or cower towards, c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Epic perf. part. fem. for προσπεπτηκυῖαι) verging towards it, so as to shut it in, Od.', 'key': 'potipth/ssw'}