Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
πότνια
ποτνιασμός
View word page
ποτιπίπτω
ποτιπίπτω Doric for προσπίπτω, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτιπίπτω
Headword (normalized):
ποτιπίπτω
Headword (normalized/stripped):
ποτιπιπτω
IDX:
27170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27202
Key:
potipi/ptw
Data
{'content': 'ποτιπίπτω\n Doric for προσπίπτω, Aesch.', 'key': 'potipi/ptw'}