Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
View word page
πότιμος
πότιμος πότιμος, ον, πότος of water, drinkable, fresh, Hdt., Xen., etc. metaph. fresh, sweet, pleasant, Plat.:—of persons, mild, gentle, Theocr.

ShortDef

drinkable, fresh

Debugging

Headword:
πότιμος
Headword (normalized):
πότιμος
Headword (normalized/stripped):
ποτιμος
IDX:
27168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27200
Key:
po/timos

Data

{'content': 'πότιμος\n πότιμος, ον,\n πότος\n of water, drinkable, fresh, Hdt., Xen., etc.\n metaph. fresh, sweet, pleasant, Plat.:—of persons, mild, gentle, Theocr.', 'key': 'po/timos'}