Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
Ποτνιαί
View word page
ποτίκρανον
ποτίκρανον Doric for πρόσκρᾱνον a cushion, Theocr.
ShortDef
a cushion
Debugging
Headword:
ποτίκρανον
Headword (normalized):
ποτίκρανον
Headword (normalized/stripped):
ποτικρανον
IDX:
27167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27199
Key:
poti/kranon
Data
{'content': 'ποτίκρανον\n Doric for πρόσκρᾱνον\n a cushion, Theocr.', 'key': 'poti/kranon'}