Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
View word page
ποτικός
ποτικός ποτικός, ή, όν πότος fond of drinking, Plut.: adv., ποτικῶς ἔχειν to be given to drinking, Plut.
ShortDef
fond of drinking
Debugging
Headword:
ποτικός
Headword (normalized):
ποτικός
Headword (normalized/stripped):
ποτικος
IDX:
27166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27198
Key:
potiko/s
Data
{'content': 'ποτικός\n ποτικός, ή, όν\n πότος\n fond of drinking, Plut.: adv., ποτικῶς ἔχειν to be given to drinking, Plut.', 'key': 'potiko/s'}