Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
ποτιφωνήεις
πότμος
View word page
ποτίζω
ποτίζω πότος to give to drink, c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Plat.; ποτήριον π. τινά NTest. to water the ground, Xen.; to water cattle, Theocr.

ShortDef

to give to drink

Debugging

Headword:
ποτίζω
Headword (normalized):
ποτίζω
Headword (normalized/stripped):
ποτιζω
IDX:
27165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27197
Key:
poti/zw

Data

{'content': 'ποτίζω\n πότος\n to give to drink, c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Plat.; ποτήριον π. τινά NTest.\n to water the ground, Xen.; to water cattle, Theocr.', 'key': 'poti/zw'}