Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτρόπαιος
View word page
Ποτιδαιατικός
Ποτιδαιατικός Ποτῑδαιατικός, ή, όν Potidaen, Thuc.
ShortDef
Potidaean
Debugging
Headword:
Ποτιδαιατικός
Headword (normalized):
ποτιδαιατικός
Headword (normalized/stripped):
ποτιδαιατικος
IDX:
27163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27195
Key:
*potidaiatiko/s
Data
{'content': 'Ποτιδαιατικός\n Ποτῑδαιατικός, ή, όν\n Potidaen, Thuc.', 'key': '*potidaiatiko/s'}