ποτητός
ποτητός
ποτητός, ή, όν
ποτάομαι
flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.
{
"content": "ποτητός\n ποτητός, ή, όν\n ποτάομαι\n flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.",
"key": "pothto/s"
}