Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
ποτιπίπτω
View word page
ποτητός
ποτητός ποτητός, ή, όν ποτάομαι flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.

ShortDef

flying, winged

Debugging

Headword:
ποτητός
Headword (normalized):
ποτητός
Headword (normalized/stripped):
ποτητος
IDX:
27160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27192
Key:
pothto/s

Data

{'content': 'ποτητός\n ποτητός, ή, όν\n ποτάομαι\n flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.', 'key': 'pothto/s'}