Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
ποτινίσσομαι
View word page
ποτής
ποτής ποτής, ῆτος, ἡ, !πο, Root of some tenses of πίνω a drinking, drink, Hom.

ShortDef

a drinking, drink

Debugging

Headword:
ποτής
Headword (normalized):
ποτής
Headword (normalized/stripped):
ποτης
IDX:
27159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27191
Key:
poth/s

Data

{'content': 'ποτής\n ποτής, ῆτος, ἡ,\n !πο, Root of some tenses of πίνω\n a drinking, drink, Hom.', 'key': 'poth/s'}