Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποτέος
ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτικός
ποτίκρανον
πότιμος
View word page
πότης
πότης πότης, ου, ὁ, !πο, Root of some tenses of πίνω a drinker, tippler, toper:—metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i. e. that consumes much oil, Ar.: Comic Sup., ποτίστατος, Ar.

ShortDef

a drinker, tippler, toper

Debugging

Headword:
πότης
Headword (normalized):
πότης
Headword (normalized/stripped):
ποτης
IDX:
27158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27190
Key:
po/ths

Data

{'content': 'πότης\n πότης, ου, ὁ,\n !πο, Root of some tenses of πίνω\n a drinker, tippler, toper:—metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i. e. that consumes much oil, Ar.: Comic Sup., ποτίστατος, Ar.', 'key': 'po/ths'}