Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποτέος
ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
View word page
πότημα
πότημα πότημα, ατος, τό, ποτάομαι a flight, Aesch.
ShortDef
a flight
draught, potion
Debugging
Headword:
πότημα
Headword (normalized):
πότημα
Headword (normalized/stripped):
ποτημα
IDX:
27154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27186
Key:
po/thma1
Data
{'content': 'πότημα\n πότημα, ατος, τό,\n ποτάομαι\n a flight, Aesch.', 'key': 'po/thma1'}