Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποτέος
ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
ποτής
ποτητός
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
View word page
ποτέρως
ποτέρως adverb of πότερος in which of two ways? Lat. utro modo? Xen., etc. in indirect questions, διορίσαι π. λέγεις to define which you mean, Plat.
ShortDef
in which of two ways?
Debugging
Headword:
ποτέρως
Headword (normalized):
ποτέρως
Headword (normalized/stripped):
ποτερως
IDX:
27153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27185
Key:
pote/rws
Data
{'content': 'ποτέρως\n adverb of πότερος\n in which of two ways? Lat. utro modo? Xen., etc.\n in indirect questions, διορίσαι π. λέγεις to define which you mean, Plat.', 'key': 'pote/rws'}