Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποταμηδόν
ποτάμιος
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποτέος
ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
πότης
View word page
ποτέος
ποτέος ποτέος, η, ον, verb. adj. of πίνω drinkable. ποτέον, one must drink, Plat.

ShortDef

to be drunk

Debugging

Headword:
ποτέος
Headword (normalized):
ποτέος
Headword (normalized/stripped):
ποτεος
IDX:
27148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27180
Key:
pote/os

Data

{'content': 'ποτέος\n ποτέος, η, ον,\n verb. adj. of πίνω\n drinkable. \n ποτέον, one must drink, Plat.', 'key': 'pote/os'}