Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξίκακος
View word page
ἀνεμώλιος
ἀνεμώλιος ἄνεμος windy: metaph., ἀνεμώλια βάζειν to talk words of wind, Hom.; οἱ δʼ αὖτʼ ἀνεμώλιοι are like the winds, i. e. good for naught, Il.; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον; why bear thy bow in vain? Il.; ἀνεμώλιος empty fool! Anth.

ShortDef

windy

Debugging

Headword:
ἀνεμώλιος
Headword (normalized):
ἀνεμώλιος
Headword (normalized/stripped):
ανεμωλιος
IDX:
2717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2718
Key:
a)nemw/lios

Data

{'content': 'ἀνεμώλιος\n ἄνεμος\n windy: metaph., ἀνεμώλια βάζειν to talk words of wind, Hom.; οἱ δʼ αὖτʼ ἀνεμώλιοι are like the winds, i. e. good for naught, Il.; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον; why bear thy bow in vain? Il.; ἀνεμώλιος empty fool! Anth.', 'key': 'a)nemw/lios'}