Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποταμέλγω
ποταμηδόν
ποτάμιος
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποτέος
ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
πότημα
ποτή
ποτήριον
ποτήρ
View word page
ποτάομαι
ποτάομαι to fly about, Hom.; κεραυνοὶ ποτέοντο Hes.: simply = πέτομαι, to fly, Aesch., Eur.; τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, of vain pursuits, Theocr.:—perf. (with pres. sense), to be upon the wing, Hom. metaph. to hover, Aesch. to be on the wing, be fluttered, Eur., Ar.

ShortDef

to fly about

Debugging

Headword:
ποτάομαι
Headword (normalized):
ποτάομαι
Headword (normalized/stripped):
ποταομαι
IDX:
27147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27179
Key:
pota/omai

Data

{'content': 'ποτάομαι\n to fly about, Hom.; κεραυνοὶ ποτέοντο Hes.: simply = πέτομαι, to fly, Aesch., Eur.; τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, of vain pursuits, Theocr.:—perf. (with pres. sense), to be upon the wing, Hom.\n metaph. to hover, Aesch.\n to be on the wing, be fluttered, Eur., Ar.', 'key': 'pota/omai'}