Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποσσίκροτος
ποσταῖος
πόστος
ποταίνιος
ποταμέλγω
ποταμηδόν
ποτάμιος
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποτέος
ποτε
πότε
πότερος
ποτέρωθι
ποτέρως
View word page
ποταμοφόρητος
ποταμοφόρητος ποτᾰμο-φόρητος, ον, carried away by a river, NTest.

ShortDef

carried away by a river

Debugging

Headword:
ποταμοφόρητος
Headword (normalized):
ποταμοφόρητος
Headword (normalized/stripped):
ποταμοφορητος
IDX:
27143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27175
Key:
potamofo/rhtos

Data

{'content': 'ποταμοφόρητος\n ποτᾰμο-φόρητος, ον,\n carried away by a river, NTest.', 'key': 'potamofo/rhtos'}