Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποσός
πόσος
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκροτος
ποσταῖος
πόστος
ποταίνιος
ποταμέλγω
ποταμηδόν
ποτάμιος
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποτέος
ποτε
View word page
ποτάμιος
ποτάμιος ποτάμιος, α, ον ποτᾰμός of or from a river, Aesch., Eur.; οἱ ἵπποι οἱ π., v. ἱπποπόταμος.

ShortDef

inhabitant of the deme of Potami
of or from a river

Debugging

Headword:
ποτάμιος
Headword (normalized):
ποτάμιος
Headword (normalized/stripped):
ποταμιος
IDX:
27139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27171
Key:
pota/mios

Data

{'content': 'ποτάμιος\n ποτάμιος, α, ον\n ποτᾰμός\n of or from a river, Aesch., Eur.; οἱ ἵπποι οἱ π., v. ἱπποπόταμος.', 'key': 'pota/mios'}