Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόσις
πόσις2
ποσός
πόσος
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκροτος
ποσταῖος
πόστος
ποταίνιος
ποταμέλγω
ποταμηδόν
ποτάμιος
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
View word page
ποταμέλγω
ποταμέλγω ποτ-ᾰμέλγω, fut. ποτ-αμέλξω Doric for προσαμέλγω, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποταμέλγω
Headword (normalized):
ποταμέλγω
Headword (normalized/stripped):
ποταμελγω
IDX:
27137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27169
Key:
potame/lgw
Data
{'content': 'ποταμέλγω\n ποτ-ᾰμέλγω,\n fut. ποτ-αμέλξω\n Doric for προσαμέλγω, Theocr.', 'key': 'potame/lgw'}