Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποσίνδα
πόσις
πόσις2
ποσός
πόσος
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκροτος
ποσταῖος
πόστος
ποταίνιος
ποταμέλγω
ποταμηδόν
ποτάμιος
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποτανής
ποτανός
View word page
ποταίνιος
ποταίνιος ποτ-αίνιος, α, ον ποτί πρός, αἶνος fresh, new, Lat. recens, Pind., Aesch. metaph. new, unexpected, unheard of, Aesch., Soph.

ShortDef

fresh, new

Debugging

Headword:
ποταίνιος
Headword (normalized):
ποταίνιος
Headword (normalized/stripped):
ποταινιος
IDX:
27136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27168
Key:
potai/nios

Data

{'content': 'ποταίνιος\n ποτ-αίνιος, α, ον\n ποτί πρός, αἶνος\n fresh, new, Lat. recens, Pind., Aesch.\n metaph. new, unexpected, unheard of, Aesch., Soph.', 'key': 'potai/nios'}