Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
Ποσειδεών
Ποσειδώνιος
Ποσειδῶν
πόσε
πόσθη
πόσθων
Ποσιδήϊος
ποσίνδα
πόσις
πόσις2
ποσός
πόσος
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκροτος
View word page
πόσθη
πόσθη πόσθη, ἡ, v. πέος membrum virile, Ar.

ShortDef

penis; foreskin

Debugging

Headword:
πόσθη
Headword (normalized):
πόσθη
Headword (normalized/stripped):
ποσθη
IDX:
27123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27155
Key:
po/sqh

Data

{'content': 'πόσθη\n πόσθη, ἡ,\n v. πέος\n membrum virile, Ar.', 'key': 'po/sqh'}