Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
Ποσειδεών
Ποσειδώνιος
Ποσειδῶν
πόσε
πόσθη
πόσθων
Ποσιδήϊος
ποσίνδα
πόσις
πόσις2
ποσός
πόσος
View word page
Ποσειδώνιος
Ποσειδώνιος from Ποσειδῶν Ποσειδώνιος, α, ον sacred to Poseidon, Eur.:—poet. Ποσειδαώνιος, and -όνιος, Soph., Anth.: Doric Ποσειδά_νιος, Pind. Ποσειδώνιον, (sc. ἱερόν) , τό, the temple of Poseidon, Thuc. Ποσειδώνια, τά, his festival, Strab.

ShortDef

sacred to Poseidon, (n. Posidonius, Stoic philosopher and geographer)

Debugging

Headword:
Ποσειδώνιος
Headword (normalized):
ποσειδώνιος
Headword (normalized/stripped):
ποσειδωνιος
IDX:
27120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27152
Key:
*poseidw/nios

Data

{'content': 'Ποσειδώνιος\n from Ποσειδῶν\n Ποσειδώνιος, α, ον\n sacred to Poseidon, Eur.:—poet. Ποσειδαώνιος, and -όνιος, Soph., Anth.: Doric Ποσειδά_νιος, Pind.\n Ποσειδώνιον, (sc. ἱερόν) , τό, the temple of Poseidon, Thuc.\n Ποσειδώνια, τά, his festival, Strab.', 'key': '*poseidw/nios'}