Ποσειδώνιος
Ποσειδώνιος
from Ποσειδῶν
Ποσειδώνιος, α, ον
sacred to Poseidon, Eur.:—poet. Ποσειδαώνιος, and -όνιος, Soph., Anth.: Doric Ποσειδά_νιος, Pind.
Ποσειδώνιον, (sc. ἱερόν) , τό, the temple of Poseidon, Thuc.
Ποσειδώνια, τά, his festival, Strab.