Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέργαστος
View word page
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληκτος intrepid: in adv. -τως, Plut.

ShortDef

intrepid

Debugging

Headword:
ἀνέμπληκτος
Headword (normalized):
ἀνέμπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ανεμπληκτος
IDX:
2714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2715
Key:
a)ne/mplhktos

Data

{'content': 'ἀνέμπληκτος\n intrepid: in adv. -τως, Plut.', 'key': 'a)ne/mplhktos'}