Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
Ποσειδεών
Ποσειδώνιος
Ποσειδῶν
View word page
πορφυρόστρωτος
πορφυρόστρωτος πορφῠρό-στρωτος, ον, spread with purple cloth, Aesch.

ShortDef

spread with purple cloth

Debugging

Headword:
πορφυρόστρωτος
Headword (normalized):
πορφυρόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
πορφυροστρωτος
IDX:
27111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27143
Key:
porfuro/strwtos

Data

{'content': 'πορφυρόστρωτος\n πορφῠρό-στρωτος, ον,\n spread with purple cloth, Aesch.', 'key': 'porfuro/strwtos'}