πορφυροπώλης
πορφυροπώλης
πορφῠρο-πώλης, ου, ὁ,
πωλέω
a dealer in purple, fem. πορφυρό-πωλις, ιδος, NTest.
{
"content": "πορφυροπώλης\n πορφῠρο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a dealer in purple, fem. πορφυρό-πωλις, ιδος, NTest.",
"key": "porfuropw/lhs"
}