Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
Ποσειδεών
View word page
πορφυροειδής
πορφυροειδής πορφῠρο-ειδής, ές εἶδος purple-like, purply, Eur.
ShortDef
purple-like, purply
Debugging
Headword:
πορφυροειδής
Headword (normalized):
πορφυροειδής
Headword (normalized/stripped):
πορφυροειδης
IDX:
27109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27141
Key:
porfuroeidh/s
Data
{'content': 'πορφυροειδής\n πορφῠρο-ειδής, ές\n εἶδος\n purple-like, purply, Eur.', 'key': 'porfuroeidh/s'}